-
1 πρός-οδος
πρός-οδος, ἡ, 1) der Zugang, Zuweg, Pind. N. 6, 47; χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, Xen. An. 5, 2, 3; ᾗ ἡ πρ. εὐπετεστάτη, Cyr. 5, 2, 3; πρὸς τὴν βουλήν, Erlaubniß in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48, wie αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ., Aesch. 2, 58; – das Hinzugehen selbst, πρόςοδον ποιεῖσϑαι, hinzugehen, auch anrücken in kriegerischem Sinne, Her. 1, 205. 7, 223. 9, 101; πρόςοδοι τῆς μάχης, Angriffe, 7, 212; Folgde. – Auch das Auftreten des Redners in der Volksversammlung, τὴν πρόςοδον ἐποιησάμην, Isocr. 7, 1. 15; ähnl. τῆς βουλῆς τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρόςοδον ποιο υμένης πρὸς τὸν δῆμον, Aesch. 1, 81. – 2) der feierliche Zug zu einem Tempel unter Gesang und Flötenbegleitung, um Opfer od. Gebete zu verrichten; πρόςοδοι μακάρων ἱερώταται, Ar. Nubb. 307; προςόδοις καὶ ϑυσίαις τιμᾶν ϑεούς, Isocr. 5, 32; ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥςπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς ϑεοὺς προςόδοις, Xen. An. 5, 9, 11; τῷ ϑυσίας τοῖς ϑεοῖς καὶ προςόδους πεποιῆσϑαι, Dem. 18, 86, wo der Zusatz ὡς ἀγαϑῶν τούτων ὄντων zeigt, daß ein Dankfest gemeint ist; u. so noch Sp., wie Luc. sacrif. 1. – 3) Das Einkommen, die Einkünfte des Staates; φόρων πρόςοδος, Her. 3, 89; ἀπὸ τῶν μετάλλων, 6, 46; bes. im plur. bei den Att. häufig, Thuc. 2, 13 u. öfter; τῆς γενομένης ἐπ' ἐνιαυτὸν ἑκάστοτε προςόδου, Plat. Legg. XII, 955 e; – übh. Gewinn, Nutzen, διὰ τὸ τὴν πρό ςοδον ἐκεῖϑεν αὑτῷ πλείω γίγνεσϑαι τῆς αὑτοῦ τέχνης, Legg. VIII, 846 e; προςόδου οὔσης κατ' ἐνιαυτόν, ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων, Xen. An. 7, 1, 27; Cyr. 8, 1, 13 u. öfter, wie Dem., τοῠ ἐργαστηρίου 27, 18, u. Folgde; Λαυρεωτική, Plut. Them. 4.
-
2 ἐργασία
ἐργασία, ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαϑος H. h. Merc. 486; Ggstz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίϑρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν ϑάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισϑοῠται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ ϑάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῠ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς ϑαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N. T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.
См. также в других словарях:
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek